- φιλιππικοῦ
- φιλιππικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλιππικός — Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711 – 713). Αρμένιος στην καταγωγή, ήταν ο επικεφαλής της επανάστασης που ξέσπασε ενάντια στον Ιουστινιανό B’ τον Ρινότμητο, η οποία μάλιστα υποστηριζόταν από τους Χαζάρους (710). Ο Αρμένιος Βαρδάνης, που αργότερα… … Dictionary of Greek